αστροναυτικός

αστροναυτικός
-ή, -ό
1. ο σχετικός με την πτήση στο διάστημα
2. το θηλ. ως ουσ. η αστροναυτική
η επιστήμη της πτήσης στο διάστημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”